- ψυχρηλατώ
- -έω, Ν [ψυχρήλατος](σχετικά με μέταλλο ή άλλο μεταλλικό αντικείμενο) κάνω ψυχρηλασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχρηλάτῳ — ψυχρήλατος cold forged masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)